σομπρέρο

σομπρέρο
το
(λ. ισπαν.), πλατύγυρο καπέλο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σομπρέρο — το, Ν πλατύγυρο ψάθινο ή τσόχινο καπέλο με ψηλό θόλο που φοριέται στην Ισπανία, στο Μεξικό και σε χώρες τής Νότιας Αμερικής καθώς και στις νοτιοδυτικές ΗΠΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. sombrero < ισπ. sombra «σκιά»] …   Dictionary of Greek

  • Σομπρέρο, Ασκάνιο — (Sobrero). Ιταλός χημικός (Καζάλε, Μομφεράτο 1812 Τορίνο 1888). Αν και πτυχιούχος της ιατρικής, αφοσιώθηκε στη μελέτη και στη διδασκαλία της χημείας, την οποία σπούδασε στο Παρίσι και στο Γκήσεν (Γερμανία). Ο Σ. ανακάλυψε τη νιτρογλυκερίνη (η… …   Dictionary of Greek

  • Σομπρέρο, Εμίλιο — (Sobrero). Ιταλός ζωγράφος, σχεδιαστής και δοκιμιογράφος (Τορίνο 1890 Ρώμη 1964). Έζησε μέσα στην καλλιτεχνική ατμόσφαιρα του Τορίνου, σπουδάζοντας στην Ακαδημία Αλμπερτίνα και δουλεύοντας στον κύκλο των Καζοράτι μαζί με τους οποίους ίδρυσε την… …   Dictionary of Greek

  • Σομπρέρο, Μάριο — (Sobrero). Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας (Τορίνο 1883 Ρώμη 1948). Ήταν για πολλά χρόνια συνεργάτης και ανταποκριτής της Εφημερίδας του λαού. Σαν συγγραφέας αναδείχτηκε με τα μυθιστορήματα Η Βιολέτα της Πάρμας (1920) και Πέτρος και Παύλος… …   Dictionary of Greek

  • δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… …   Dictionary of Greek

  • νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… …   Dictionary of Greek

  • Αντίλλες — Μεγάλο νησιωτικό σύμπλεγμα της Καραϊβικής θάλασσας, το οποίο αποτελείται από μια μακρά σειρά μεγάλων και μικρών νησιών, που εκτείνονται σε τοξοειδή διάταξη, από τη Φλόριντα των ΗΠΑ έως τις ανατολικές ακτές της Βενεζουέλας. Οι Α. ορίζουν στα Α και …   Dictionary of Greek

  • εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”